- πανάγαθος
- -η, -ο (ΑΜ πανάγαθος, -ον, Α θηλ. και -η)αγαθός σε υπέρτατο βαθμό, γεμάτος καλοσύνηνεοελλ.-μσν.(το αρσ. και ως κύριο όν.) προσωνυμία τού Θεού.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἀγαθός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανάγαθος — absolutely good masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγαθος — η, ο ο αγαθός στον ανώτερο βαθμό, κυρίως επίθ. του Θεού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παναγάθων — πανάγαθος absolutely good fem gen pl πανάγαθος absolutely good masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγαθον — πανάγαθος absolutely good masc acc sg πανάγαθος absolutely good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγάθη — πανάγαθος absolutely good fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγάθοις — πανάγαθος absolutely good masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγάθου — πανάγαθος absolutely good masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγάθῳ — πανάγαθος absolutely good masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγαθα — πανάγαθος absolutely good neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγαθε — πανάγαθος absolutely good masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)